- πάκτωμα
- affermage
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
πάκτωμα — (I) και πάχτωμα, το [πακτώνω (Ι)] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πακτώνω, εξασφάλιση τής σταθερότητας αντικειμένου με κατάλληλη συσκευασία, δέσιμο ή έμπηξη στο έδαφος, η στερέωση 2. (ιδίως σχετικά με πλοίο) καλαφάτισμα. (II) και πάχτωμα, το… … Dictionary of Greek
αγροδοσία — Η εκμίσθωση αγροκτήματος (κοινώς πάκτωμα). Βλ. λ. αγροληψία. * * * η [αγροδότης] εκμίσθωση αγροκτήματος … Dictionary of Greek
μαφία — (Mafia). Δίκτυο παράνομων εγκληματικών οργανώσεων, σικελικής προέλευσης. Η ετυμολογία της λέξης μ. είναι αβέβαιη· πιθανολογείται ότι προέρχεται από την αραβική λέξη μέχια = καυχησιολογία, η οποία σημαίνει στην κυριολεξία νταηλίκι, κομπασμός. Όπως … Dictionary of Greek
πάχτωμα — το βλ. πάκτωμα (II) … Dictionary of Greek